περικαθαρτήριον

περικαθαρτήριον
τὸ, Α
συν. στον πληθ. τὰ περικαθαρτήρια
(κατά τον Ησύχ.) «θυσίαι ἐξαγνιστικαί».
[ΕΤΥΜΟΛ. < περικαθαίρω + επίθημα -τήριον (πρβλ. μελετη-τήριον)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”